Παρέμβαση του Πρωθυπουργού στη συζήτηση με εκπροσώπους εξωστρεφών και καινοτόμων επιχειρήσεων
Το κλίμα εδώ και πάρα πολλά χρόνια έχει δημιουργήσει ένα στερεότυπο ότι τίποτα δεν γίνεται και η χώρα αυτή δεν μπορεί να παράξει. Είναι γεγονός ότι το αναπτυξιακό, παραγωγικό μοντέλο στην Ελλάδα για πάρα πολλά χρόνια προσανατολίστηκε στις υπηρεσίες, στον τριτογενή τομέα.
Εδώ βρισκόμαστε σε έναν χώρο που πριν από πολλές δεκαετίες έσφυζε από ζωή και παραγωγικότητα. Το 1926 ιδρύθηκε η Κεραμοποιία εδώ με 250 εργάτες τότε, και πάνω από 200.000 εργαζόμενοι έχουν περάσει από το 1026 μέχρι το 1976. Και σήμερα είναι μουσείο, όπως περίπου μουσειακό είδος τείνει να γίνει και η βιομηχανική παραγωγή στον τόπο. Υπάρχουν αντικειμενικές αιτίες για αυτό, αλλά υπάρχουν και υποκειμενικές: η έλλειψη δηλαδή ενός σοβαρού στρατηγικού σχεδιασμού και η κρατούσα αίσθηση, κυρίως την περίοδο εκείνη όπου η χώρα είχε πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες εξαιτίας της ανάπτυξης, λόγω της ένταξής της στην ευρωζώνη, στον πυρήνα της ΕΕ, ότι δεν μπορεί να παράξει και άρα δεν μπορεί να γίνει ανταγωνιστική. Και άρα ας προσανατολιστεί στις υπηρεσίες και τον τριτογενή τομέα.
Εγώ δεν αμφισβητώ ότι ένα από τα σημαντικά πλεονεκτήματα της χώρας – συγκριτικό πλεονέκτημα – είναι το κλίμα και άρα υπό αυτή την έννοια ο τουρισμός. Αλλά δεν μπορεί να είναι μόνο ο τουρισμός ο προσανατολισμός μας. Αυτή τη στιγμή όλες οι υπηρεσίες που διαπλέκονται με τον τουρισμό καταλαμβάνουν γύρω στο 40% του ΑΕΠ. Αλλά δεν πρέπει να είναι μόνο αυτό. Αν θέλουμε το ΑΕΠ να μεγεθυνθεί με τρόπο σταθερό και συγκροτημένο, βιώσιμο και διατηρήσιμο, πρέπει παράλληλα με την επένδυση στον τουρισμό να επενδύσουε και σε άλλα σημαντικά και συγκριτικά πλεονεκτήματα που έχει αυτός ο τόπος, ώστε να μπορούμε να παράγουμε, να εξάγουμε και να καλύπτουμε ανάγκες της ελληνικής οικονομίας.
Ποια λοιπόν μπορεί να είναι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα; Εγώ τώρα χαίρομαι ιδιαίτερα εδώ, διότι αυτή η συνάντηση είναι μια συνάντηση ανθρώπων που έχουν πάρει ρίσκο και έχουν αποδείξει ότι παρά την κρίση – κάποιοι από σας και πριν την κρίση ξεκινήσατε, αλλά αντέξατε, κάποιοι άλλο μέσα στην κρίση ξεκινήσατε τις προσπάθειές σας - εκπροσωπείτε κατά μια έννοια αυτό που θα έλεγα εγώ μια άλλη Ελλάδα που δεν την βλέπεις πολύ συχνά, την Ελλάδα της δημιουργίας και της παραγωγής, της δημιουργικότητας. Και κυρίως την Ελλάδα εκείνη που παράγει μέσα από μόχθο και πολλή προσπάθεια, αλλά κυρίως μέσα από την αξιοποίηση του νου, του μυαλού. Γιατί όλα όσα άκουσα είναι καινοτόμα, δηλαδή το βασικό συστατικό της επιτυχίας σας είναι η δημιουργικότητα: Ότι σκεφτήκατε πολύ ωραίες ιδέες και τις κάνατε πράξη. Εγώ λοιπόν θεωρώ ότι η συνάντηση αυτή ίσως είναι και ένα παράδειγμα για την ανάγκη και τη δυνατότητα ταυτόχρονα που υπάρχει να στραφούμε σε ένα άλλο παραγωγικό μοντέλο.
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι όχι απλά τελείωνε η κρίση – γιατί βγαίνουμε σιγά-σιγά από την κρίση – αλλά ότι μπορούσαμε να γυρίσουμε με έναν μαγικό τρόπο να γυρίσουμε το 2009, πριν την κρίση. Εάν συνεχίζαμε το ίδιο μοντέλο, με μαθηματική ακρίβεια θα φτάναμε στη χρεοκοπία ξανά. Γιατί μια από τις βασικές αιτίες – εντάξει, δεν είναι μόνο η κακοδιαχείριση, είναι και αυτή δεν υπάρχει αμφιβολία, η λεηλασία, η διαφθορά, οι άστοχες πολιτικές επιλογές – μια από τις βασικές στρεβλώσεις που μας οδήγησε ως εδώ είναι και το παραγωγικό μοντέλο. Άρα λοιπόν πρέπει να σκεφτούμε και να σχεδιάσουμε σιγά-σιγά ένα διαφορετικό υπόδειγμα. Και εγώ θα έλεγα ότι αυτό το υπόδειγμα, αν μπορεί κανείς να το πει σχηματικά είναι η οικονομία της γνώσης.
Η χώρα έχει σημαντικά πλεονεκτήματα, συγκριτικά πλεονεκτήματα, και αυτά πρέπει να τα αξιοποιήσουμε. Πέρα από την τοποθεσία της, έχει το εξαιρετικό κλίμα που μπορεί να προσελκύσει το ενδιαφέρον και πολιτών απ’ έξω να έρθουν εδώ, όχι μόνο να επενδύσουν, και να δουλέψουν εδώ ή να περάσουν εδώ τις διακοπές τους και όχι μόνο. Έχει την κουλτούρα της, μια μοναδική σε παγκόσμιο επίπεδο πολιτισμική κληρονομιά, τη διατροφή της, τα ποιοτικά αγροτικά της προϊόντα. Και ταυτόχρονα θα έλεγα και αυτό δεν πρέπει να το υποτιμήσουμε, έχει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα που είναι η επένδυση στη γνώση που έχει κάνει η ελληνική κοινωνία, αυτή η κουλτούρα που έχει περάσει από τους παππούδες μας και τους πατεράδες μας ότι τα παιδιά μας θέλουμε να είναι μορφωμένα. Και άρα με αυτή την έννοια και το εξαιρετικά υψηλών προσόντων και εξειδίκευσης δυναμικό, το ανθρώπινο κεφάλαιο, δηλαδή.
Και άρα αν θέλουμε να αξιοποιήσουμε αυτά τα συγκριτικά πλεονεκτήματα, εγώ θα έλεγα ότι πρέπει να πάμε σε ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα που σχηματικά θα έλεγα ότι πρέπει να βασίζεται σε τρεις πυλώνες: 1) Στην επένδυση στην έρευνα, στην καινοτομία, στην αξιοποίηση της εγχώριας γνώσης και της δημιουργικότητας, αλλά και στην αξιοποίηση αυτού του μορφωμένου και καταρτισμένου ερευνητικού δυναμικού. Γι’ αυτό, θέλω να πω, είναι πρωτοπόρα αυτή η προσπάθεια που κάνετε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. 2) Στην αύξηση των εξαγωγών και στη βελτίωση της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων. 3) Στην ενίσχυση της παραγωγής και κυρίως της μεταποίησης και των βιομηχανικών και διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων. Να σταματήσουμε δηλαδή να θεωρούμε τους βιομηχανικούς χώρους, μουσειακούς χώρους σαν αυτόν που βρισκόμαστε σήμερα εδώ.
Μπορούμε να προχωρήσουμε σε ένα πλαίσιο ενός νέου κύματος εκβιομηχάνισης και ενίσχυσης της παραγωγής και της μεταποίησης; Εγώ θα έλεγα ότι αυτός είναι ένας πολύ σημαντικός στόχος, μακροπρόθεσμος στόχος. Δεν μπορούν να γίνουν θαύματα από τη μια μέρα στην άλλη, όμως αυτό που μπορούμε να κάνουμε τώρα είναι να σχεδιάσουμε και να επιλέξουμε που θα επενδύσουμε. Πιστεύω λοιπόν ότι πρέπει να επενδύσουμε στην καινοτομία, να επενδύσουμε στις νέες τεχνολογίες. Να πάρουμε το παράδειγμα χωρών που πέτυχαν επενδύοντας στην καινοτομία και τις νέες τεχνολογίες, διότι αυτό ταιριάζει και στην κουλτούρα μας και στο συγκριτικό μας πλεονέκτημα που είναι το ανθρώπινο κεφάλαιο το υψηλά εξειδικευμένο.
Μιλάμε για το brain drain. Τι σημαίνει αυτό; ότι χιλιάδες νέοι επιστήμονες, Έλληνες, φεύγουν στο εξωτερικό και πετυχαίνουν εκεί. Δεν είναι τυχαίο αυτό. Να τους ξαναφέρουμε πίσω, να τους ξανακερδίσουμε. Και κυρίως τους νέους επιστήμονες να τους κρατήσουμε εδώ. Βεβαίως θα έλεγε κανείς ότι αυτό μπορεί να αποτελεί – ακούγεται εξαιρετικό, δεν υπάρχει αμφιβολία – μια ευχή όσο δεν δημιουργούνται εργαλεία, χρηματοδοτικά κυρίως εργαλεία, τα οποία θα ενισχύσουν τα πρώτα βήματα της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Εγώ θεωρώ ότι ο σχεδιασμός είναι εξαιρετικά σημαντική υπόθεση, ίσως είναι και το ήμισυ του παντός. Αλλά δεν αρκεί μόνο ο σχεδιασμός. Εγώ είμαι ευτυχής που βάζουμε αυτή τη συζήτηση στο προσκήνιο. Δηλαδή, σήμερα βρίσκομαι εδώ στον Βόλο, σε λίγο στη Λάρισα, το απόγευμα, για το 4ο Περιφερειακό Συνέδριο για το νέο αναπτυξιακό μοντέλο. Και θέλουμε να κάνουμε τους φορείς, κλαδικούς φορείς, φορείς παραγωγικούς αλλά και την Τοπική Αυτοδιοίκηση, συνοδοιπόρους και συνεταίρους σε αυτή την κοινή προσπάθεια. Και αν θέλετε, στόχος δικός μας δεν είναι να επιβάλουμε τις δικές μας απόψεις, αλλά να συνθέσουμε. Και νομίζω ότι έχουν πάει εξαιρετικά αυτά τα συνέδρια. Ο σχεδιασμός λοιπόν, δηλαδή το να έχεις πλάνο, να έχεις κατεύθυνση είναι πάρα πολύ σημαντικό. Χρειάζονται και παρεμβάσεις άμεσες, όμως, που θα δημιουργήσουν το περιθώριο εκείνο για να μπορέσει να αναπτυχθεί αυτή η προσπάθεια. Η νεοφυής επιχειρηματικότητα, η επένδυση στην καινοτομία, η δημιουργικότητα των νέων επιχειρηματιών, και όχι μόνο των νέων και των μεγαλύτερων σε ηλικία, για την αξιοποίηση αυτών των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που δίνουν πάρα πολύ σημαντική προστιθέμενη αξία.
Τι κάναμε, λοιπόν, εμείς μέχρι σήμερα και τι σκοπεύουμε να κάνουμε; Το πρώτο πράγμα για το οποίο είμαι περήφανος είναι ότι στις συνθήκες της πολύ σκληρής κρίσης και της σύγκρουσης το πρώτο εξάμηνο του 2015, κάναμε δύο πράγματα, δεν μπορούσαμε να κάνουμε περισσότερα, με αυτόν τον προϋπολογισμό και αυτές τις δυνατότητες. Το ένα ήταν, ότι δώσαμε έμφαση στην αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Αυτό αφορούσε βεβαίως, τα κοινωνικά εκείνα στρώματα που ήταν εντελώς στο περιθώριο ή στο όριο του περιθωρίου. Το δεύτερο, που δεν έχει ακουστεί πολύ, είναι ότι ενώ η κατάσταση ήταν πραγματικά κατάσταση δημοσιονομικής ασφυξίας, εμείς αυξήσαμε κατά 200 εκατ. τις δαπάνες για την έρευνα και αυξήσαμε τον προϋπολογισμό κοντά στο 1% του ΑΕΠ για την έρευνα. Ακόμα χαμηλός, σε σχέση με τις δαπάνες που δίνουν άλλα ευρωπαϊκά κράτη για την έρευνα. Όμως, ήταν ένα μήνυμα. Και τις επόμενες χρονιές, επενδύσαμε φτιάχνοντας αυτό το Ελληνικό Ίδρυμα για την Έρευνα και την Καινοτομία και αυξήσαμε, πολλαπλασιάσαμε τον αριθμό στα ελληνικά πανεπιστήμια των νέων μελών ΔΕΠ, κατά 500. Αρχίσαμε δηλαδή, να δείχνουμε τουλάχιστον, ότι έχουμε ένα έμπρακτο ενδιαφέρον για την έρευνα, για την εκπαίδευση και κυρίως, ένα σχέδιο να υπάρξει σύνδεση της εκπαίδευσης, της έρευνας και της παραγωγής.
Το επόμενο βήμα ήταν να αναζητήσουμε κυρίως μέσω των διαθέσιμων πόρων, ΕΣΠΑ και εθνικοί πόροι, χρηματοδοτικά εργαλεία, για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, των startup επιχειρήσεων, κίνητρα φορολογικά για όσες επιχειρήσεις επενδύουν στην έρευνα και την ανάπτυξη (R&D). Πως το κάναμε αυτό; Πολύ σημαντικό κατά την άποψή μου, το εμβληματικό πρόγραμμα του ΕΣΠΑ «Ερευνώ-Δημιουργώ-Καινοτομώ»: 280 εκατ. ευρώ εθνικοί πόροι, ένα πρόγραμμα το οποίο χρηματοδοτεί την έρευνα και την καινοτομία, κυρίως όμως, τη συνύπαρξη επιχειρήσεων και ερευνητικών ιδρυμάτων και την προώθηση της εφαρμοσμένης έρευνας – σαν αυτά τα εξαιρετικά που ακούσαμε πιο πριν και την οικονομική και επιχειρηματική αξιοποίηση ώριμων ερευνητικών αποτελεσμάτων. Το πρόγραμμα αυτό είχε μια πολύ μεγάλη ζήτηση, πολύ μεγάλη επιτυχία. Ήδη, έχουν υποβληθεί περισσότερες από 1.600 προτάσεις από επιχειρήσεις ή συμπράξεις επιχειρήσεων και ιδρυμάτων, συνολικού προϋπολογισμού, που αυτή τη στιγμή ξεπερνά το 1,6 δισ. ευρώ. Είδαμε, δηλαδή, ότι έχουμε ένα έδαφος που διψάει, αν το καλλιεργήσεις, αν το ποτίσεις, αν του δώσεις ώθηση και δυνατότητα.
Το δεύτερο σημαντικό, πιστεύω, που κάναμε, είναι ότι ξεκινήσαμε με την πολύ σημαντική βοήθεια από την πλευρά της EBRD, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανοικοδόμησης και Ανάπτυξης ήταν το λεγόμενο Equi-Fund, δηλαδή το νέο μεγάλο Ταμείο Συνεπενδύσεων. Το οποίο έχει στόχο να χρηματοδοτήσει με τη μορφή της συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο, επιχειρήσεων, νεοφυών επιχειρήσεων, που βασικό τους χαρακτηριστικό είναι η καινοτομία και να παράσχει υποστήριξη σε κάθε στάδιο ανάπτυξης, δραστηριότητας αυτών των επιχειρήσεων. Ο συνολικός προϋπολογισμός του οίκου Equi-Fund, του Ταμείου Συνεπενδύσεων με τη βοήθεια της EBRD είναι στα 320 εκατομμύρια ευρώ και αυτή τη στιγμή είναι το μεγαλύτερο ανάλογο ταμείο που έχει δημιουργηθεί και προχωρά σε όλη την ΕΕ. Η EBRD επέλεξε δηλαδή την Ελλάδα της κρίσης και σωστά κατά την γνώμη μου, προκειμένου να δώσουμε ώθηση σε μια αναπτυξιακή πνοή στο χώρο της νεοφυούς επιχειρηματικότητας και ιδιαίτερα στις επιχειρήσεις υψηλής καινοτομίας. Αυτό το σχέδιο νομίζω ότι μπορεί να έχει πολύ σημαντικά αποτελέσματα το επόμενο διάστημα και πιστεύω ότι αυτά τα δύο εργαλεία ίσως, είναι δυο σημαντικά θα έλεγε κανείς ,δύο σημαντικές προσπάθειες που μπορούν δώσουν ώθηση και προοπτική. Δεν αρκούν, δεν υπάρχει αμφιβολία. Πρέπει να κάνουμε κι άλλες προσπάθειες. Άκουσα τον πρώτο ομιλητή που είπε ότι θα πρέπει να δούμε πώς θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα σε σχέση με το χρηματοπιστωτικό σύστημα, την αδυναμία δηλαδή οι τράπεζες να παίξουν τον ρόλο τους, να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία.
Νομίζω, ότι για να μην γελιόμαστε αυτή είναι μια, ίσως είναι η σημαντικότερη συζήτηση γιατί οι τράπεζες ήταν κι αυτές που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για να οδηγηθούμε στην κρίση και αυτές που θα παίξουν καθοριστικό ρόλο για να φύγουμε από αυτή. Η αίσθησή μου είναι ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής, σε ένα σημείο δηλαδή, όπου όχι μόνο περνάμε σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης αλλά και αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη που είναι βασικό στοιχείο στην οικονομία, επιστρέφουν οι καταθέτες τα χρήματά τους στις τράπεζες με γοργούς ρυθμούς. Οι τελευταίες αναταράξεις αν θέλετε πιστεύω ότι θα ξεπεραστούν και έχουν να κάνουν με την ολοκλήρωση του προγράμματος όπου θα αποκατασταθεί πλήρως η εμπιστοσύνη και θα αρθεί η αβεβαιότητα και πιστεύω ότι και οι συστημικές τράπεζες θα μπορέσουν σιγά-σιγά να παίξουν τον ρόλο που τους αναλογεί στην στήριξη της πραγματικής οικονομίας. Αυτό θα εξαρτηθεί μάλιστα σε μεγάλο βαθμό και από τη δυνατότητα να περιορίσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τα κόκκινα δάνεια που έχουν στα χαρτοφυλάκια τους. Πιστεύω ότι πρέπει να γίνει αυτό με τρόπο δίκαιο που θα προστατεύει βεβαίως βασικά στοιχεία κοινωνικές δικαιοσύνης, δεν υπάρχει αμφιβολία για αυτό. Από την άλλη όμως, όπως εδώ εσείς εκπροσωπείτε την Ελλάδα της υγιούς επιχειρηματικότητας και της δημιουργικότητας, υπάρχει και μια άλλη επιχειρηματική Ελλάδα αυτή που γνωρίσαμε τα προηγούμενα χρόνια με τα θαλασσοδάνεια που αφειδώς έδιναν οι τράπεζες όλα τα προηγούμενα χρόνια σε ημέτερους, με τους κακοπληρωτές, με αυτούς που έχουν χρεωκοπημένες επιχειρήσεις αλλά οι ίδιοι έχουν τεράστιες περιουσίες στο εξωτερικό.
Προσέξτε να δείτε τώρα, υπάρχει μια αντίληψη που θέλει να φαντάζει και δήθεν προοδευτική και δήθεν αριστερή και δήθεν ριζοσπαστική, να προστατεύουμε αυτούς τους ανθρώπους από τη διενέργεια πλειστηριασμών διότι είναι στρατηγικοί κακοπληρωτές. Όχι να προστατεύουμε την πρώτη κατοικία – την προστατεύουμε με νόμο! – όχι να προστατεύουμε το μόχθο των απλών ανθρώπων – τον προστατεύουμε με νόμο! – αλλά να προστατεύσουμε ποιους; αυτοί που έχουν τα λεφτά τους στο εξωτερικό και χρεοκοπημένες επιχειρήσεις και απολυμένους εργαζόμενους. Αυτό πρέπει να σταματήσει! Οι τράπεζες σιγά-σιγά πιστεύω ότι πρέπει να μειώσουν και θα μειώσουν – γιατί είμαστε αποφασισμένοι αυτό να γίνει – τα κόκκινα δάνειά τους κυρίως αναγκάζοντας αυτές τις κακές επιχειρήσεις ,αυτούς τους κακοπληρωτές, είτε να πληρώσουν, είτε να υποστούν τις συνέπειες του νόμου. Έτσι θα μπορέσουν σιγά-σιγά να αρχίσουν να δίνουν ρευστότητα, σε αυτό που εμείς ονομάζουμε υγιή και δημιουργική επιχειρηματικότητα που είναι παρούσα σήμερα. Δεν είναι είδος σε εξαφάνιση, είναι είδος το οποίο πρέπει να το στηρίξουμε για να πολλαπλασιαστεί.
Μιλήσατε για τους φόρους και για τη σταθερότητα που είναι αναγκαία για να αναπτυχθεί ένα υγιές επιχειρηματικό περιβάλλον και επενδύσεις. Θα συμφωνήσω μαζί σας, ως προς την ανάγκη να υπάρχει ένα σταθερό περιβάλλον. Θέλω όμως να σας πω αν θέλουμε να επενδύσουμε σε ένα μοντέλο οικονομίας που θα είναι έντασης γνώσης πρέπει να συνομολογήσουμε ότι όσο και αν θελήσουμε να μειώσουμε το κόστος, το εργασιακό ή το μισθολογικό, πιο ανταγωνιστικοί από άλλες χώρες γύρω μας δεν θα γίνουμε. Και για αυτό πρέπει να επενδύσουμε στο μοντέλο της έντασης γνώσης. Αυτό πρέπει να είναι το συγκριτικό μας πλεονέκτημα. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι διαλύουμε τις εργασιακές σχέσεις, μειώνουμε το μισθό και ρίχνουμε τους φόρους, πάντα θα υπάρχουν δίπλα μας άλλες χώρες που θα το κάνουν περισσότερο από εμάς και θα είναι πιο ανταγωνιστικές.
Αυτό ίσως δεν αφορά εσάς, γιατί φαντάζομαι οι περισσότεροι από εσάς είτε δίνετε και με το παραπάνω καλούς μισθούς στους εργαζόμενούς σας, είτε εν πάση περιπτώσει έχετε μια άλλη αντίληψη για τα πράγματα. Αφορά όμως στο μοντέλο οικονομίας στο οποίο θέλουμε να επικεντρωθούμε. Συνεπώς κατά την άποψή μου το κρίσιμο στοιχείο είναι η ενίσχυση της καινοτομίας και της γνώσης και η δημιουργία ενός σταθερού φορολογικού περιβάλλοντος που δεν θα αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη, ώστε να δημιουργηθεί ένα αίσθημα ασφάλειας σε όσους επενδυτές θέλουν να επενδύσουν στην χώρα. Ο νέος αναπτυξιακός νόμος το προβλέπει ήδη αυτό. Θα μου πείτε, το λες αυτό διότι θες να πεις ότι δεν πρέπει κάποια στιγμή να μειωθεί η φορολογία; Όχι η φορολογία πρέπει να μειωθεί. Γνωρίζουμε όμως όλοι μας ότι αυτό είναι συνάρτηση και της απόδοσης που θα έχει τα κρίσιμα επόμενα δυο χρόνια η ελληνική οικονομία. Να κουνηθούμε από την θέση μας που λένε αν είμαστε προληπτικοί, να χτυπήσουμε ξύλο, η απόδοση αυτή είναι εξαιρετική. Ήδη οι προβλέψεις για ρυθμούς ανάπτυξης ακόμα και από αυτούς που συνήθως είναι άσπονδοι φίλοι μας, λένε ότι το 2018 θα έχουμε πάνω από 2,6% – εγώ πιστεύω ότι μπορούμε περισσότερο – ανάπτυξη. Συνεπώς πιάνουμε τους υψηλούς στόχους τους ξεπερνάμε κιόλας και άρα πιστεύω ότι του χρόνου τέτοια εποχή ή λίγο αργότερα, θα είμαστε σε θέση να έχουμε και τον κατάλληλο δημοσιονομικό χώρο για να προβούμε και στις αναγκαίες εκείνες μειώσεις στην φορολογία που θα κάνουν ακόμα πιο ελκυστικό το επιχειρηματικό περιβάλλον. Με δυο λόγια λοιπόν για να μην μακρηγορώ, γιατί πιστεύω ότι μακρηγόρησα και είμαι στη διάθεσή σας για λίγο ακόμα για να κουβεντιάσουμε περαιτέρω.
Πιστεύω πραγματικά στην ανάγκη να προχωρήσουμε σε ένα νέο μοντέλο παραγωγικό για τον τόπο. Πιστεύω πραγματικά ότι πρέπει να επενδύσουμε στην καινοτομία, στις νέες τεχνολογίες, στη δημιουργικότητα, στη δημιουργική και υγιή επιχειρηματικότητα. Και κυρίως να επενδύσουμε στα νέα και δημιουργικά μυαλά αυτού του τόπου και να ρίξουμε το βάρος μας, ούτως ώστε να δοθούν σε νεοφυείς επιχειρήσεις που επενδύουν στην καινοτομία και στις νέες τεχνολογίες. Να τους δώσουμε τον χώρο και τα κίνητρα εκείνα, τα χρηματοδοτικά εργαλεία και τα φορολογικά κίνητρα για να μπορέσουν να αναπτυχθούν. Διότι και αυτό το έχουμε κάνει σε ένα βαθμό, χρειάζεται περισσότερο. Τι έχουμε κάνει; Έχουμε δώσει τη δυνατότητα να εκπίπτει από τα ακαθάριστα έξοδα η επένδυση σε τμήματα έρευνας και ανάπτυξης για τις καινοτόμες επιχειρήσεις, τις επιχειρήσεις που θέλουν να επενδύσουν στην καινοτομία, για να αγοράσουν τεχνολογικό εξοπλισμό. Είναι ένα βήμα, μπορούμε και πρέπει να σχεδιάσουμε και να κάνουμε περισσότερα. Θέλω κλείνοντας να δώσω πολλά συγχαρητήρια στους ανθρώπους από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας γιατί πιστεύω πραγματικά ότι τα Πανεπιστήμια μπορούν να αποτελέσουν θερμοκοιτίδες για την παραγωγή νέας γνώσης, καινοτομίας και τη σύνδεση της εκπαίδευσης, της έρευνας και της επιχειρηματικότητας και αυτό μπορεί να αποτελέσει την κινητήριο δύναμη για ένα άλλο παραγωγικό μοντέλο πιο δημιουργικό και πιο αποτελεσματικό για τον τόπο.