Οι βασικές διατάξεις του υπ. Εργασίας στο «Αναπτυξιακό Πολυνομοσχέδιο»
Μέτρα για την προστασία των εργαζομένων μερικής απασχόλησης προβλέπει, μεταξύ άλλων, το σχέδιο νόμου «Αναπτυξιακό Πολυνομοσχέδιο», το οποίο τίθεται σε δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση.
Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι, κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της, ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση).
Αν η συμφωνία αυτή δεν καταρτιστεί εγγράφως ή δεν γνωστοποιηθεί εντός οκτώ ημερών από την κατάρτισή της στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται η πλήρης απασχόληση του μισθωτού.
Σύμφωνα με διάταξη του σχεδίου νόμου, αν παρασχεθεί εργασία, πέραν της συμφωνημένης, ο μερικώς απασχολούμενος δικαιούται αντίστοιχης αμοιβής με προσαύξηση 12% επί της συμφωνηθείσας αμοιβής για κάθε επιπλέον ώρα εργασίας που θα παράσχει.Επίσης, ο μερικώς απασχολούμενος, επί προσφοράς εργασίας με ίσους όρους από μισθωτούς της ίδιας κατηγορίας, έχει δικαίωμα προτεραιότητας για πρόσληψη σε θέση εργασίας πλήρους απασχόλησης στην ίδια επιχείρηση. Ο χρόνος της μερικής απασχόλησης λαμβάνεται υπόψη ως χρόνος προϋπηρεσίας, όπως και για τον συγκρίσιμο εργαζόμενο. Για τον υπολογισμό της προϋπηρεσίας αυτής, μερική απασχόληση που αντιστοιχεί στον κανονικό (νόμιμο ή συμβατικό) ημερήσιο χρόνο του συγκρίσιμου εργαζομένου αντιστοιχεί σε μία ημέρα προϋπηρεσίας.
Διευκρινίζεται ότι «συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση» είναι κάθε εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης που απασχολείται στην ίδια επιχείρηση με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας και εκτελεί ίδια ή παρόμοια καθήκοντα, υπό τις αυτές συνθήκες. Όταν στην επιχείρηση δεν υπάρχει συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση, η σύγκριση γίνεται με αναφορά στη συλλογική ρύθμιση στην οποία θα υπαγόταν ο εργαζόμενος, αν είχε προσληφθεί με πλήρη απασχόληση. Οι εργαζόμενοι με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους συγκρίσιμους εργαζόμενους με κανονική απασχόληση, εκτός εάν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι οι οποίοι τη δικαιολογούν, όπως η διαφοροποίηση στο ωράριο εργασίας.
Με βάση άλλη διάταξη που αφορά την καθυστέρηση των δεδουλευμένων αποδοχών, θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζομένου πέραν των δύο μηνών από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης.
Μητρώο συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων και οργανώσεων εργοδοτών
Συγκεκριμένα, όλες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων και οι οργανώσεις των εργοδοτών και, ειδικά, αυτές που συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή και ορίζουν εκπροσώπους τους στις διοικήσεις των φορέων που εποπτεύονται από το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, καθώς και στα συλλογικά όργανα αυτού, έχουν υποχρέωση να εγγράφονται στο μητρώο συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων και οργανώσεων εργοδοτών του υπουργείου, που τηρείται στο πληροφοριακό σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ» του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.
Γενικό μητρώο συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων
Στο υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων δημιουργείται Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων (ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε.), στο οποίο τηρούνται τα ακόλουθα στοιχεία: α) το καταστατικό της συνδικαλιστικής οργάνωσης και οι τυχόν τροποποιήσεις αυτού, καθώς και η τυχόν πράξη διάλυσή της, β) ο αριθμός των μελών της συνδικαλιστικής οργάνωσης που έλαβαν μέρος στις εκλογές για ανάδειξη διοίκησης, γ) η σύνθεση των οργάνων διοίκησης αυτής, δ) η έδρα της συνδικαλιστικής οργάνωσης και στοιχεία επικοινωνίας και ε) οι οικονομικές της καταστάσεις, εφόσον υφίστανται κρατικές ή συγχρηματοδοτούμενες πηγές χρηματοδότησης στην ίδια την οργάνωση ή στις συνδεδεμένες με αυτή οντότητες.
Γενικό μητρώο οργανώσεων εργοδοτών
Στο υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων δημιουργείται Γενικό Μητρώο Οργανώσεων Εργοδοτών (ΓΕ.ΜΗ.Ο.Ε.), στο οποίο εγγράφονται υποχρεωτικά όλες οι οργανώσεις εργοδοτών και στο οποίο τηρούνται τα ακόλουθα στοιχεία: α) το καταστατικό της οργάνωσης εργοδοτών και οι τυχόν τροποποιήσεις αυτού, καθώς και η τυχόν πράξη διάλυσή της, β) ο αριθμός των μελών της οργάνωσης εργοδοτών που έλαβαν μέρος στις εκλογές για ανάδειξη διοίκησης, γ) η σύνθεση των οργάνων διοίκησης αυτής, δ) η έδρα της συνδικαλιστικής οργάνωσης και στοιχεία επικοινωνίας, ε) ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολεί κάθε μέλος της εργοδοτικής οργάνωσης και στ) οι οικονομικές της καταστάσεις, εφόσον υφίστανται κρατικές ή συγχρηματοδοτούμενες πηγές χρηματοδότησης στην ίδια την οργάνωση ή στις συνδεδεμένες με αυτή οντότητες.
Οι αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων και λοιπών οργάνων διοίκησης συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων και οργανώσεων εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων κήρυξης απεργίας, σύμφωνα με τους όρους του νόμου 1264/1982, όπως ισχύει, λαμβάνονται με ψηφοφορία, η οποία μπορεί να διεξάγεται και με ηλεκτρονική ψήφο και με όρους που διασφαλίζουν τη διαφάνεια και τη μυστικότητα, όπως θα ορίζεται από το καταστατικό αυτής ή το αρμόδιο όργανο διοίκησης.Βάσει άλλης διάταξης, προβλέπεται ότι, αν η σχέση εργασίας ρυθμίζεται από περισσότερες ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, εφαρμόζεται η πιο ευνοϊκή για τον εργαζόμενο.
Κλαδική ή επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει σε περίπτωση συρροής με ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση εργασίας.
Κατ' εξαίρεση, στις περιπτώσεις επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και βρίσκονται σε καθεστώς προπτωχευτικής ή παραπτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή συνδιαλλαγής ή εξωδικαστικού συμβιβασμού ή οικονομικής εξυγίανσης, η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει της κλαδικής, εφόσον στην κλαδική δεν προβλέπονται εξαιρέσεις από την εφαρμογή όρων της, σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 3 του Ν. 1876/1990.
Με απόφαση του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, μετά από γνώμη της Ολομέλειας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, εξειδικεύονται οι περιπτώσεις των επιχειρήσεων που εξαιρούνται και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσης διάταξης.
Με ρύθμιση που περιλαμβάνεται στο σχέδιο νόμου, αναβαθμίζεται ο ρόλος του πληροφοριακού συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ» στην καταγραφή της εργασίας και της απασχόλησης.
Συμβάσεις ανεξαρτήτων υπηρεσιών που αφορούν σε απασχολούμενους με αυτήν τη μορφή απασχόλησης σε έως δύο εργοδότες (παρ. 9 του άρθρου 39 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει) και οι απασχολούμενοι με εργόσημο (του άρθρου 20 του ν. 3863/2010, όπως ισχύει) καταχωρίζονται υποχρεωτικά στο ΠΣ «ΕΡΓΑΝΗ» του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.
Με απόφαση του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης, καθώς και οι κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασής αυτής.
Μεταξύ άλλων, το σχέδιο νόμου καθορίζει μέτρα για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας.Ειδικότερα, Ειδικός Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων ή Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων ή ελεγκτής των Περιφερειακών Ελεγκτικών Κέντρων Ασφάλισης ή αρμόδιος υπάλληλος του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) που διαπιστώνει τη μη αναγραφή εργαζομένου σε ισχύοντα πίνακα προσωπικού που τηρείται από τον εργοδότη, επιβάλλει στον εργοδότη πρόστιμο ποσού 10.500 ευρώ για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο, κατά δέσμια αρμοδιότητα, χωρίς προηγούμενη πρόσκλησή του για παροχή εξηγήσεων.
Ο αρμόδιος προϊστάμενος του ελεγκτικού οργάνου που διαπίστωσε την παράβαση αδήλωτης εργασίας, υποχρεούται να δώσει εντολή διενέργειας ενός τουλάχιστον επανελέγχου της παραβατικής επιχείρησης/εκμετάλλευσης, ο οποίος πραγματοποιείται εντός χρονικού διαστήματος 12 μηνών από την ημερομηνία της διαπίστωσης παράβασης της αδήλωτης εργασίας, προκειμένου να ελεγχθεί τυχόν υποτροπή.
Σε περίπτωση υποτροπής του εργοδότη, η οποία διαπιστώνεται εντός τριών ετών από τον πρώτο έλεγχο, το πρόστιμο που προαναφέρθηκε ανά εργαζόμενο, επιβάλλεται προσαυξημένο, ως εξής:
α) κατά 100% για την πρώτη, μετά την αρχική παράβαση και
β) κατά 200% για κάθε μεταγενέστερη παράβαση από αυτήν της περίπτωσης α΄, που διαπιστώνεται σε έλεγχο διενεργούμενο σε διαφορετική ημερομηνία.
Ωστόσο, με ξεχωριστή διάταξη, προβλέπονται και προϋποθέσεις έκπτωσης. Αν, εντός 10 εργάσιμων ημερών από την ημέρα του ελέγχου, ο εργοδότης προβεί στην πρόσληψη του εργαζομένου ή των εργαζομένων που διαπιστώθηκαν ως αδήλωτοι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης, το πρόστιμο μειώνεται στο ποσό των 2.000 ευρώ, σε περίπτωση πρόσληψης με σύμβαση εργασίας διάρκειας τουλάχιστον 12 μηνών.
Ειδικά στις περιπτώσεις εποχικών εργασιών, το πρόστιμο μειώνεται στο ποσό των 5.000 ευρώ, σε περίπτωση πρόσληψης πλήρους απασχόλησης με σύμβαση εργασίας διάρκειας τουλάχιστον τριών μηνών. Εφόσον ο χρόνος λειτουργίας της εποχικής επιχείρησης ή εκμετάλλευσης δεν επαρκεί για τη συμπλήρωση του ελάχιστα απαιτούμενου χρόνου απασχόλησης (τρίμηνο), ο εργοδότης υποχρεούται να συμπληρώσει με κατάτμηση τον υπόλοιπο χρόνο του τριμήνου κατά την επόμενη περίοδο λειτουργίας. Διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί υποχρέωσης επαναπρόσληψης εργαζομένων εποχικών επιχειρήσεων εξακολουθούν να ισχύουν.
Ο εργοδότης δεν επιτρέπεται να προβεί σε μείωση του προσωπικού από την ημερομηνία και ώρα του ελέγχου και καθ' όλη τη διάρκεια των ως άνω περιόδων της παραγράφου 1 και 2, κατά περίπτωση.
Επίσης, στο ηλεκτρονικό πληροφοριακό σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ» του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων δημιουργείται μητρώο επιχειρήσεων και εργοδοτών για την καταγραφή των παραβάσεων που αφορούν την αδήλωτη εργασία. Οι επιχειρήσεις και εργοδότες που έχουν παραβατική συμπεριφορά θα αποκλείονται από ευμενείς φορολογικές και ασφαλιστικές ρυθμίσεις. Οι υπηρεσίες του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) και του ΕΦΚΑ είναι αρμόδιες για την τήρηση και την άμεση ενημέρωση του μητρώου.
Στο σχέδιο νόμου περιλαμβάνονται, επίσης και ασφαλιστικές διατάξεις
Αναλυτικότερα, σε βάρος των εργοδοτών που ασφαλίζουν προσωπικό, μέσω Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης (ΑΠΔ), χωρίς να καταβάλουν τις τρέχουσες μηνιαίες ασφαλιστικές εισφορές, το Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (ΚΕΑΟ) δύναται, εκτός των μέτρων αναγκαστικής είσπραξης που προβλέπονται από τον ΚΕΔΕ, να αναστείλει για τον εργοδότη τη χρήση των ηλεκτρονικών υπηρεσιών του ΕΦΚΑ για την υποβολή ΑΠΔ.
Στις περιπτώσεις αναστολής χρήσης των ηλεκτρονικών υπηρεσιών, οι συναλλαγές του εργοδότη πραγματοποιούνται στις αρμόδιες υπηρεσίες του ΕΦΚΑ. Οι ΑΠΔ των περιόδων της αναστολής υποβάλλονται με ψηφιακό-μαγνητικό μέσο στην αρμόδια υπηρεσία του ΕΦΚΑ και η καταχώρισή τους στο πληροφοριακό σύστημα του ΕΦΚΑ γίνεται, εφόσον καταβάλλονται οι απαιτητές ασφαλιστικές εισφορές που δηλώνονται με αυτές.
Κατ' εξαίρεση είναι δυνατή η καταχώριση στις εξής περιπτώσεις:α) Κατά την πρώτη, μετά την αναστολή υποβολή ΑΠΔ με ψηφιακό-μαγνητικό μέσο, αν υποβάλλονται ΑΠΔ μέχρι έξι μισθολογικών περιόδων, είναι δυνατή η καταχώριση αυτών, αν έχουν καταβληθεί οι ασφαλιστικές εισφορές τουλάχιστον της τελευταίας απαιτητής ΑΠΔ. Αν υποβάλλονται ΑΠΔ περισσότερων των έξι μισθολογικών περιόδων, είναι δυνατή η καταχώριση αυτών, αν έχουν καταβληθεί οι ασφαλιστικές εισφορές που αντιστοιχούν στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού ποσού εισφορών που δηλώνεται με τις ΑΠΔ που υποβάλλονται.
β) Κατά τη δεύτερη υποβολή με ψηφιακό-μαγνητικό μέσο, αν υποβάλλονται ΑΠΔ περισσότερων μισθολογικών περιόδων, είναι δυνατή η καταχώριση αυτών, αν έχουν καταβληθεί οι ασφαλιστικές εισφορές που αντιστοιχούν στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού ποσού εισφορών που δηλώνεται με τις ΑΠΔ που υποβάλλονται.
Οι ΑΠΔ, των οποίων δεν είναι δυνατή η καταχώριση στο πληροφοριακό σύστημα του ΕΦΚΑ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρούσα παράγραφο, θεωρούνται μη υποβληθείσες.Η αναστολή της χρήσης των ηλεκτρονικών υπηρεσιών του ΕΦΚΑ μπορεί να αρθεί, μετά από αίτηση του οφειλέτη είτε μετά από εξόφληση είτε μετά από ρύθμιση της οφειλής, υπό την προϋπόθεση της αποστολής στο ΚΕΑΟ των φορολογικών στοιχείων που προσκόμισε ο εργοδότης και των αποτελεσμάτων του ελέγχου που διενεργήθηκε στην επιχείρηση. Οι ΑΠΔ των μισθολογικών περιόδων από τη ρύθμιση της οφειλής και μέχρι την άρση της αναστολής υποβάλλονται με ψηφιακό-μαγνητικό μέσο στην αρμόδια υπηρεσία του ΕΦΚΑ και η καταχώρισή τους γίνεται, εφόσον καταβάλλονται οι απαιτητές ασφαλιστικές εισφορές που δηλώνονται με αυτές.
Τέλος, με άλλη διάταξη, προσδιορίζεται η καταληκτική ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση. Η αίτηση για την υπαγωγή στη ρύθμιση υποβάλλεται έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2019.