Δ. Τζανακόπουλος: Θετική και απρόσκοπτη η πορεία της ελληνικής οικονομίας
«Η θετική πορεία που αποτυπώνεται και στο σχέδιο του προϋπολογισμού, για την ελληνική οικονομία, είναι σταθερή και απρόσκοπτη»: το μήνυμα αυτό έστειλε, μέσω της ενημέρωσης των πολιτικών συντακτών που είναι σε εξέλιξη, ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Επαναλαμβάνοντας εισαγωγικά το διακηρυγμένο, βασικό στόχο αυτής της κυβέρνησης, που είναι «η ασφαλής και αμετάκλητη έξοδος από την μνημονιακή επιτροπεία», ο Δ. Τζανακόπουλος υπογράμμισε ως βασική προϋπόθεση για να συμβεί αυτό, την «τήρηση των συναποφασισμένων δημοσιονομικών στόχων τόσο για να μην υπάρχει έδαφος για απαιτήσεις πέραν των συμφωνηθέντων, όσο όμως και για την εμπέδωση της εμπιστοσύνης και την ανάκτηση της αξιοπιστίας της χώρας». Αυτά, διευκρίνισε, είναι στοιχεία απαραίτητα για την σταθερή και διατηρήσιμη πρόσβαση της χώρας στις διεθνείς αγορές χρήματος.
Όμως, συνέχισε, θεμελιώδης αρχή για ένα σοβαρό και αξιόπιστο κράτος, ανεξαρτήτως διεθνών δεσμεύσεων ή άλλων πιέσεων, είναι το γεγονός να είναι σε θέση να πορεύεται στη βάση αξιόπιστων προϋπολογισμών. «Να έχει δηλαδή, τη δυνατότητα να κατευθύνει πόρους, να σχεδιάζει και να υλοποιεί πολιτικές, σε στέρεη βάση και όχι σε κινούμενη άμμο, όπως δυστυχώς συνέβη στο παρελθόν, με καταστροφικές συνέπειες για την κοινωνική πλειοψήφία», σημείωσε με έμφαση ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης.
Στη συνέχεια της εισαγωγικής του τοποθέτησης, ο Δ. Τζανακόπουλος έκανε εκτενή αναφορά στο Σχέδιο του Προϋπολογισμού, βάσει του οποίου «το 2017 θα είναι η τρίτη συνεχόμενη χρονιά που η Ελλάδα επιτυγχάνει και υπερβαίνει τους δημοσιονομικούς της στόχους, ενώ παράλληλα αναμένεται η επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου και για το 2018».
Θέση την οποία στήριξε σε σειρά στοιχείων, όπως:
Το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2017 αναμένεται να υπερβεί σημαντικά το στόχο του 1,75%, φθανοντας στο 2,21%. Ενώ το αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης του 2018, προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 3,57% του ΑΕΠ, εντός δηλαδή των στόχων του προγράμματος.
Η ελληνική οικονομία αναμένεται να πετύχει ρυθμό ανάπτυξης κοντά στο 2% για το 2017, ενώ για το 2018 αναμένεται περαιτέρω αύξηση στο 2,4%.
Επεσήμανε επίσης ότι η υπέρβαση για το 2017 επιτρέπει την εφάπαξ δαπάνη για την ενίσχυση και προστασία ευάλωτων οικονομικά συμπολιτών μας καθώς και για σειρά άλλων δράσεων που θα εξειδικευθούν αργότερα με βάση τα στοιχεία της εκτέλεσης του προϋπολογισμού.
Κατά την άποψη της κυβέρνησης, «η χρηστή δημοσιονομική διαχείριση επιτρέπει την κατανομή των πόρων με γνώμονα την κοινωνική δικαιοσύνη, με αποτέλεσμα και το 2018 να υπάρχει η δυνατότητα για τη συνέχιση δράσεων κοινωνικής πολιτικής αλλά και την έναρξη νέων, μεταξύ των οποίων:
Η εφαρμογή του προγράμματος για το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης, με πιστώσεις ύψους 760 εκατ. ευρώ που θα ανακουφίσει πάνω από 250 χιλιάδες νοικοκυριά που βιώνουν συνθήκες φτώχειας.
Η διάθεση ποσού 320 εκατ. ευρώ που εξασφαλίστηκε από την επισκόπηση των πρωτογενών λειτουργικών δαπανών και προορίζεται για την προστασία ευάλωτων οικονομικά νοικοκυριών και για παρεμβάσεις στον κρίσιμο τομέα αντιμετώπισης της παιδικής φτώχειας.
Η συνεισφορά του δημοσίου, με ποσό ύψους 100 εκατ. ευρώ, για την προστασία της κύριας κατοικίας των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, με συγκεκριμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια».
Κλείνοντας, είπε ότι «η θετική πορεία που αποτυπώνεται και στο Σχέδιο του Προϋπολογισμού, για την ελληνική οικονομία, είναι σταθερή και απρόσκοπτη. Στόχος μας --επεσήμανε-- είναι να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο, μέσω από τη συστηματική προσπάθεια που γίνεται στον τομέα της προσέλκυσης επενδύσεων, δεδομένου και του θετικού μομέντουμ που διαμορφώνεται πλέον για τη χώρα».
Αποφασισμένη να στηρίξει η κυβέρνηση κάθε επένδυση που θα αποδώσει οφέλη στην κοινωνία, το μήνυμα για την επένδυση του Ελληνικού
Επικαλούμενος το θετικό μομέντουμ για επενδύσεις, ο υπουργός Επικρατείας υπογράμμισε την αποφασιστικότητα, όπως είπε, της κυβέρνησης «να στηρίξει κάθε σημαντική επενδυτική προσπάθεια που θα αποδώσει οφέλη στην ελληνική οικονομία και την κοινωνία». Συγχρόνως, όμως, είναι «εξίσου αποφασιστική στην τήρηση της νομιμότητας, των ευρωπαϊκών κανόνων αλλά και των συμβατικών υποχρεώσεων του ελληνικού δημοσίου όπως αρμόζει σε μια δικαιοκρατούμενη πολιτεία».
Όπως άλλωστε διευκρίνισε ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, «αυτή άλλωστε είναι και η θεμελιώδης προϋπόθεση για την διοικητική αποτελεσματικότητα και την υλοποίηση κάθε επενδυτικού σχεδίου. Τα παραπάνω ισχύουν απολύτως και στην περίπτωση της επένδυσης στο Ελληνικό».
Μετά δε, και τη χθεσινή γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, κατά την προσέγγιση της κυβέρνησης «γίνεται ένα μεγάλο βήμα για την υλοποίηση μιας σημαντικής επένδυσης, με σεβασμό στην κείμενη νομοθεσία, την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς ενω εκμηδενίζονται οι νομικοί κίνδυνοι που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μελλοντικά ανυπέρβλητα εμπόδια για την υλοποίηση της επένδυσης».
Όπως εξήγησε δε, το ΚΑΣ γνωμοδότησε υπέρ της κήρυξης αρχαιολογικού χώρου έκτασης περίπου 300 στρεμμάτων εντός της περιοχής της επένδυσης ενώ ενέκρινε την Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και το Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης που είχε καταθέσει ο επενδυτής, με τη διευκρίνιση ότι «η κήρυξη αρχαιολογικού χώρου στην περιοχή δεν συνεπάγεται περιορισμούς δόμησης αλλά μόνο αυξημένη επιτήρηση κατά την υλοποίηση της επένδυσης».
Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να διασφαλίσει την επιτάχυνση των διαδικασιών αδειοδότησης που ενδεχομένως θα απαιτηθούν στο μέλλον.
Η συγκεκριμένη απόφαση είναι πλήρως συμβατή με τις υποχρέωσεις του ελληνικού Δημοσίου που απορρέουν από την αρχική σύμβαση και ανοίγει το δρόμο για να πληρωθεί το σύνολο των αναβλητικών αιρέσεων για τη μεταβίβαση των μετοχών της Ελληνικό ΑΕ στον αντισυμβαλλόμενο.
«Οποιαδήποτε αμφισβήτηση της νομικής ορθότητας της διαδικασίας από όπου και αν αυτή προέρχεται υπονοεί ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να παρακάμψει ή/και να παραβεί το νόμο. Όποιος όμως υποστηρίζει αυτή την άποψη θα πρέπει ταυτόχρονα να εξηγήσει αν προτείνει επίσης την παράκαμψη του Συμβουλίου της Επικρατείας αλλά και εν γένει πως αντιλαμβάνεται τη σχέση του ελληνικού δημοσίου με τους επενδυτές σε μια ευνομούμενη χώρα της ΕΕ», διεμήνυσε ο Δ. Τζανακόπουλος.
Η κυβέρνηση υλοποιεί απαραίτητες τομές στο χώρο των δικαιωμάτων, με αφορμή τη νομική κατοχύρωση της ταυτότητας του φύλου
Σε άλλο σημείο της εισήγησής του, ο υπουργός Επικρατείας τόνισε ότι η κυβέρνηση συνεχίζει να υλοποιεί σημαντικές και απαραίτητες τομές στον τομέα των δικαιωμάτων, οι οποίες συγκροτούν ένα σύγχρονο, ευρωπαϊκό κράτος δικαίου, φέρνοντας ως παράδειγμα, τη νομική κατοχύρωση της ταυτότητας φύλου, κάτι που «έρχεται να εκπληρώσει μια αυτονόητη υποχρέωση της Πολιτείας απέναντι σε συμπολίτες μας που βίωσαν σε όλη τους τη ζωή τις συνέπειες του συντηρητισμού και του αναχρονισμού».
Εξάλλου, «έχοντας ως σημείο εκκίνησης τη συνταγματική αρχή της προστασίας της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και συμβαδίζοντας με τη διεθνή πραγματικότητα, το νομοσχέδιο εξασφαλίζει ευνοϊκότερες και ευκολότερες διαδικασίες για την αναγνώριση της ταυτότητας φύλου. Τονίζοντας το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, αφαιρώντας την προϋπόθεση της χειρουργικής αλλαγής φύλου, είτε πρόκειται για διεμφυλικά είτε για μεσοφυλικά άτομα».
Καταλήγοντας εξέφρασε την ελπίδα του ο Δ. Τζανακόπουλος, «η Εθνική Αντιπροσωπεία να εγκρίνει με τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση τη συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία, μακριά από μικροκομματικές σκοπιμότητες και διαστρεβλώσεις που διεγείρουν συντηρητικά αντανακλαστικά».
Ο πρωθυπουργός συνεχάρη τον αστυνομικό διευθυντή Περιφέρειας Κρήτης για την υπόθεση Λεμπιδάκη
Εκ μέρους της κυβέρνησης, ο υπουργός Επικρατείας συνεχάρη την Ελληνική Αστυνομία για την επιτυχία της επιχείρησης απελευθέρωσης του κ. Λεμπιδάκη. Μάλιστα, όπως γνωστοποίησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, ο πρωθυπουργός χθες είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με τον αστυνομικό διευθυντή Περιφέρειας Κρήτης κ. Λαγουδάκη προκειμένου να του εκφράσει τα συγχαρητήρια του για τους χειρισμούς του στην υπόθεση.
«Ο τρόπος που η κυβέρνηση αντιμετωπίζει και τα ζητήματα αντεγκληματικής πολιτικής δίνει έμφαση στην αποτελεσματικότητα και όχι στον επικοινωνιακό παροξυσμό που το μόνο στο οποίο προσβλέπει είναι στην δημιουργία κλίματος φόβου στην ελληνική κοινωνία», σημείωσε ο Δ. Τζανακόπουλος κλείνοντας.